- μετάληψη
- η (ΑM μετάληψις) [μεταλαμβάνω]1. μετοχή, συμμετοχή («ἀρκεῑ δὴ ἐπὶ λόγων μεταλήψει μεῑναι ἐνδελεχῶς καὶ ξυντόνως», Πλάτ.)2. εκκλ. α) η συμμετοχή τών κληρικών και τών πιοτών στο μυστήριο τής Θείας Ευχαριστίας μετά τον αγιασμό τών Τιμίων Δώρων, η Θεία Κοινωνίαβ) ο άρτος και ο οίνος τής Ευχαριστίας, ο οποίος παρέχεται με τη Θεία Κοινωνίαμσν.-αρχ.1. (σχετικά με τροφή) λήψη, βρώση2. (για σημ. λέξης) μεταφοράαρχ.1. συναγωνισμός, άμιλλα2. γραμμ. α) η δυνατότητα από κοινού συμμετοχής ενός τύπου σε δύο χρόνους («τὸ λέγων μετάληψις ἐνεστῶτος και παρατατικοῡ», Απολλ. Δύσκ.)β) αλλαγή σύνταξης, διαλέκτου ή ονόματος3. μεταβολή, αλλοίωση4. παρέκβαση, παρεκτροπή («παραγγείλαντες ἐκ μεταλήψεως τοῑς ξίφεσι χρῆσθαι», Πολ.)5. διαδοχή («μετάληψις τῆς ἀρχῆς», Πολ.)6. αντίρρηση, ανταπάντηση7. η χρήση μιας λέξης αντί για αλλη, όπως Ήφαιστος αντί πυρ8. ερμηνεία, εξήγησις («ἡ εἰς τὸ Ἑλληνικὸν μετάληψις», Ευστ.)9. μετατόπιση, μετάθεση, μεταφορά («αἱ ἐς νεφροὺς καὶ κύστιας μεταλήψιες», Αρετ.)10. περιτροπή («ἐκ μεταλήψεως τοῑς ξίφεσι χρῆσθαι», Πολ.)11. το να λαμβάνει κανείς κάτι αντί για άλλο («ἡ ἀντὶ τοῡ μείζονος ἐλάττονος μετάληψις», Αριστοτ.)11. φρ. «συλλογισμοὶ κατὰ μετάληψιν» — υποθετικοί συλλογισμοί κατά τους οποίους η αρχική θέση αντικαθίσταται με άλλη πρόταση, Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.